σφαιρίζουσα

σφαιρίζουσα
σφαιρίζω
play at ball
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σφαιριζούσας — σφαιριζούσᾱς , σφαιρίζω play at ball pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) σφαιριζούσᾱς , σφαιρίζω play at ball pres part act fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίλος — ο / πῑλος, ΝΜΑ 1. κάλυμμα τής κεφαλής, καπέλο 2. είδος μύκητα που προσβάλλει την αμυγδαλιά και τα εσπεριδοειδή μσν. αρχ. 1. κάλυμμα τού κεφαλιού κατασκευασμένο από πίλημα, χωρίς γύρο, σκούφια («πῑλος τὸ ἐξ ἐρίων εἰργασμένον πρὸς τὸ κοιμᾱσθαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”